επιμονή

επιμονή
η (AM ἐπιμονή) [επιμένω]
εμμονή, σταθερότητα (α. «εξακολούθησαν να ξεφυλλίζουν τ’ αραποσίτι με την ίδια προθυμία κι επιμονή», Καρκαβίτσας
β. «ἀγαστὸς κατὰ τὴν ἐπιμονὴν οὖτος ὁ ἀνήρ», Πλάτ.)
νεοελλ.
πείσμα
μσν.
διάρκεια
αρχ.
1. χρονοτριβή, καθυστέρηση («ἥ τε ἐν τῷ ἰσθμῷ ἐπιμονὴ γενομένη καὶ κατὰ τὴν ἄλλην πορείαν ἡ σχολαιότης», Θουκ.)
2. εγκαρτέρηση
3. (για καρπό) διατήρηση
4. απραξία
5. διεξοδικότερη διαπραγμάτευση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιμονῇ — ἐπιμονή tarrying fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμονή — tarrying fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιμονή — η 1. η σταθερή εμμονή σε κάτι, σταθερότητα: Η επιμονή όλα τα νικά. 2. πείσμα: Είναι εκνευριστική η επιμονή σου. 3. σχήμα λόγου με το οποίο επιμένουμε να αναπτύξουμε πιο πολύ μια λέξη ή μια φράση, η επεξεργασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιμονῆι — ἐπιμονῇ , ἐπιμονή tarrying fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμοναῖς — ἐπιμονή tarrying fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμοναί — ἐπιμονή tarrying fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμονῆς — ἐπιμονή tarrying fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμονήν — ἐπιμονή tarrying fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμονῶν — ἐπιμονή tarrying fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”